Γιάννης Σύρρος στο Esquire: Θα μπορούσε η επόμενη Silicon Valley να είναι ελληνική;
Η βιομηχανία ψηφιακής τεχνολογίας βρίσκεται στην αιχμή της καινοτομίας και των τεχνολογικών ανακαλύψεων επηρεάζοντας κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Διανύουμε ήδη την 4η βιομηχανική επανάσταση, με τις πιο ραγδαίες και καταιγιστικές εξελίξεις και αλλαγές που έχει βιώσει η ανθρωπότητα. Ας μην πάμε μακριά, όμως.
Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε άλλαξε δραστικά τα τελευταία 20 χρόνια σε όλους τους τομείς και το σίγουρο είναι πως τα επόμενα 20 χρόνια θα αλλάξει ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι τους τρεις προηγούμενους αιώνες. Οι τεχνολογίες, όπως το cloud computing, το blockchain, τα big data analytics, το Internet of Things, η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργούν νέα δεδομένα και προκλήσεις για όλους. Μέχρι το 2020, δηλαδή σε λιγότερο από ένα χρόνο, κάθε άνθρωπος στον πλανήτη θα χρησιμοποιεί καθημερινά 25 έξυπνα αντικείμενα, ενώ έως το 2030 η παγκόσμια διασύνδεση δεδομένων και πληροφοριών αναμένεται να ανέλθει στο 75%.
Η Ελλάδα είναι 10η στον κόσμο σε διαθεσιμότητα εξειδικευμένων επιστημόνωνΣε αυτή την ψηφιακή κοσμογονία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα νέα hubs καινοτομίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Silicon Valley, ως Μέκκα της τεχνολογικής καινοτομίας, είναι πρωτοπόρος στην υποστήριξη και την ανάδειξη startups επιχειρήσεων. Σύμφωνα με μελέτη της KPMG, καταγράφεται η ανάδυση νέων κέντρων καινοτομίας παγκοσμίως, στηριζόμενων σε μια σειρά παραμέτρων. Κομβικό ρόλο στην ανάδειξη μιας πόλης σε κέντρο ψηφιακής καινοτομίας παίζουν οι υποδομές. Τα δίκτυα επόμενης γενιάς και το 5G έχουν κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση του ψηφιακού τους προφίλ. Παράγοντας μείζονος σημασίας είναι και η διαθέσιμη "δεξαμενή ταλέντων" που αναπτύσσει καθένα από αυτά τα μεγαθήρια της τεχνολογικής καινοτομίας. Ταυτόχρονα, κρίσιμες παράμετροι είναι το νομοθετικό πλαίσιο για την υποδοχή ταλέντων και επιχειρήσεων από άλλες χώρες, το κόστος ζωής, το επίπεδο ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, τα μέσα μαζικής μεταφοράς και η ελκυστικότητα μιας πόλης για τη γενιά των millennials.
Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, μόνο το 2018 -και εν μέσω Brexit- κεφάλαια της τάξης των €7,7 δις κατευθύνθηκαν σε νεοφυείς επιχειρήσεις με έδρα τη Μεγάλη Βρετανία. Το ποσό αυτό είναι 1,5 φορά μεγαλύτερο απ’ αυτό που επενδύθηκε σε startups στη Γερμανία και 2,6 φορές μεγαλύτερο από τις επενδύσεις στο startup οικοσύστημα της Γαλλίας.
Τον τίτλο της Silicon Valley, εκτός των ΗΠΑ, διεκδικούν με αξιώσεις κάποιες μεγαλουπόλεις του πλανήτη. Σύμφωνα με ίδια έρευνα, τα τρία κορυφαία -εκτός της Silicon Valley- Innovation Hubs για την επόμενη τετραετία θεωρούνται η Νέα Υόρκη, το Πεκίνο, με το Λονδίνο και το Τόκιο να μοιράζονται την τρίτη θέση. Την επόμενη θέση μοιράζονται η Σανγκάη και η Ταϊβάν, ενώ οι υπόλοιποι κορυφαίοι κόμβοι τεχνολογικής καινοτομίας παγκοσμίως είναι η Σιγκαπούρη, η Σεούλ, η Βοστόνη και το Όστιν,που μοιράζονται την ίδια θέση, και ακολουθούν Βερολίνο, Χονγκ Κονγκ, Ουάσινγκτον, Παρίσι και Τελ Αβίβ.
Ποια είναι, όμως, η θέση της χώρας μας; Θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε μία θέση ανάμεσα στα υποψήφια μέρη ή -ακόμα και μέσα στα επόμενα χρόνια- να αποτελέσουμε τη Silicon Valley της Νοτιοανατολικής Ευρώπης; Η προσέλκυση περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων, οι καλύτεροι όροι χρηματοδότησης νέων ιδεών και η μεγαλύτερη συγκέντρωση ψηφιακών ταλέντων με δυσεύρετες δεξιότητες και εκπαίδευση, όπως η μηχανική μάθηση, είναι σημαντικές προϋποθέσεις.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου ψηφιακής τεχνολογίας περιλαμβάνονται στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις και δη πολλές από αυτές, σε διεθνές επίπεδο. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή προσελκύοντας παράλληλα και το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον.
Παράλληλα, σύμφωνα με την Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, η διαθεσιμότητα εξειδικευμένων επιστημόνων κατατάσσει τη χώρα μας 10η στον κόσμο, με τη Γερμανία στην 11η θέση και την Αγγλία στη 17η θέση. Αυτούς τους επιστήμονες είναι στόχος μας να κρατήσουμε στον τόπο μας.
Η απάντηση συνεπώς εξαρτάται ξεκάθαρα από εμάς τους ίδιους. Φυσικά θα πρέπει να τρέξουμε και να αξιοποιήσουμε τη δυναμική του ελληνικού κλάδου ψηφιακής οικονομίας, τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητές μας, αλλά και να εντείνουμε τον ψηφιακό μετασχηματισμό ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να βελτιωθεί το θεσμικό και το νομοθετικό πλαίσιο για τις νεοφυείς επιχειρήσεις αναπτύσσοντας παράλληλα τις ψηφιακές μας υποδομές. Η χώρα μας μπορεί να αξιοποιήσει το επιχειρηματικό και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει, καθώς και την προνομιακή της θέση και να μετεξελιχθεί σε πόλο έλξης για επενδύσεις σε τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία δημιουργώντας ένα διεθνές τεχνολογικό "hub" καινοτομίας. Οφείλουμε, όμως, startups, επιχειρήσεις του κλάδου, ακαδημαϊκή κοινότητα και πολιτεία να κινηθούμε τάχιστα με ευελιξία, συνεργασία, όραμα και, φυσικά, πίστη ότι μπορούμε να πετύχουμε.
Ο Γιάννης Σύρρος είναι γενικός διευθυντής ΣΕΠΕ, deputy chairman του WITSA. Έχει εμπειρία 27 ετών στον κλάδο ψηφιακής τεχνολογίας. Είναι μηχανικός πληροφορικής με μεταπτυχιακές σπουδές από τα πανεπιστήμια East Anglia και Hertfordshire, σε information systems και management αντίστοιχα. Είναι γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕ, deputy chairman του WITSA (World Information Technology and Services Alliance), και μέλος του European IT Observatory Task Force. Έχει επίσης διατελέσει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του DIGITALEUROPE (European Industry Association for Digital Technology) την περίοδο 2012-2017. Στο παρελθόν ήταν σύμβουλος για θέματα κοινωνίας της πληροφορίας στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
Πηγή: Esquire