Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας 2026-2030: Road map απέναντι στις ψηφιακές απειλές
Σε μια περίοδο, όπου ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιταχύνεται και η εξάρτηση κράτους, επιχειρήσεων και πολιτών από τις ψηφιακές υποδομές βαθαίνει, η Ελλάδα αποκτά έναν νέο, συνεκτικό στρατηγικό οδηγό για την αντιμετώπιση των κινδύνων του κυβερνοχώρου. Η Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας 2026-2030, που εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2025, χαράσσει το πλαίσιο πολιτικής και δράσης για την επόμενη πενταετία, θέτοντας ως κεντρικό στόχο την ενίσχυση της κυβερνοανθεκτικότητας της χώρας σε ένα περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα, τεχνολογική πολυπλοκότητα και γεωπολιτικές εντάσεις.
Θεσμική θωράκιση, έμφαση στην ανθεκτικότητα και τις δεξιότητες σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων και πολυεπίπεδων κυβερνοαπειλών
Η νέα Στρατηγική σηματοδοτεί τη μετάβαση της χώρας σε μια πιο ώριμη φάση εθνικού σχεδιασμού. Δεν περιορίζεται στη συμμόρφωση με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά βασίζεται σε συστηματική ανάλυση του τοπίου απειλών και αξιοποιεί σύγχρονα εργαλεία χάραξης δημόσιας πολιτικής. Κομβικό ρόλο σε αυτήν τη μετάβαση διαδραματίζει η ενσωμάτωση της Οδηγίας NIS2 μέσω των νόμων 5086/2024 και 5160/2024, που διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της κυβερνοασφάλειας, αυξάνουν τις υποχρεώσεις ασφάλειας και αναφοράς περιστατικών και ενισχύουν τους μηχανισμούς εποπτείας και συντονισμού.
Το περιβάλλον απειλών, που περιγράφεται στη Στρατηγική, είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Η αυξανόμενη αξιοποίηση προηγμένων τεχνολογιών, όπως η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη και τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, έχει ήδη μεταβάλει τον τρόπο με τον οποίο δρουν τόσο οι κυβερνοεγκληματικές ομάδες, όσο και οι κρατικά υποστηριζόμενοι δρώντες.
Παράλληλα, οι υβριδικές απειλές, οι επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και η χρήση deepfakes αναβαθμίζουν τον κυβερνοχώρο σε πεδίο στρατηγικής αντιπαράθεσης, με άμεσες επιπτώσεις στη δημοκρατική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.
Πολυεπίπεδες απειλές
Τα ποσοτικά δεδομένα, που αποτυπώνονται στη Στρατηγική είναι ενδεικτικά της κλιμάκωσης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού αντιστοιχούν περίπου στο 10% του συνόλου των κυβερνοεπιθέσεων, ενώ οι επιθέσεις σε ψηφιακές υποδομές φθάνουν το 25% και εκείνες κατά της δημόσιας διοίκησης το 11%.
Το phishing παραμένει ο κυρίαρχος φορέας διείσδυσης, ευθυνόμενο για περίπου το 60% των επιτυχημένων επιθέσεων πανευρωπαϊκά. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η αύξηση των επιθέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ENISA, αυξήθηκαν κατά 20% μέσα σε έναν χρόνο (2023-2024), προκαλώντας αλυσιδωτές συνέπειες σε οργανισμούς και κρίσιμες υποδομές
Το τοπίο στην Ελλάδα
Σε εθνικό επίπεδο, το τοπίο απειλών ευθυγραμμίζεται με τις ευρωπαϊκές τάσεις. Οι κυβερνητικοί φορείς, οι ψηφιακοί πάροχοι, οι μεταφορές και ο τομέας της υγείας συγκαταλέγονται στους βασικότερους στόχους, ενώ οι επιθέσεις τύπου DDoS και ransomware αυξάνονται τόσο σε συχνότητα, όσο και σε τεχνική πολυπλοκότητα.
Η Στρατηγική αναγνωρίζει ότι το κυβερνοέγκλημα έχει πλέον λάβει βιομηχανικές διαστάσεις: διεθνείς εκτιμήσεις αναφέρουν ότι, αν αποτελούσε χώρα, το κυβερνοέγκλημα θα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, με ετήσιο κόστος που προσεγγίζει τα $9,5 τρισ.
Απέναντι σε αυτό το περιβάλλον, η Εθνική Στρατηγική Κυβερνοασφάλειας 2026-2030 υιοθετεί μια ολιστική προσέγγιση. Θέτει ως προτεραιότητες την ενίσχυση των δεξιοτήτων, τη γεφύρωση του ελλείμματος ανθρώπινου δυναμικού, την υποστήριξη δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και την καλλιέργεια κουλτούρας κυβερνο-υγιεινής.
Παράλληλα, ενισχύει τη διακυβέρνηση, την ετοιμότητα και την απόκριση σε περιστατικά, αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς μηχανισμούς συνεργασίας και χρηματοδότησης.
Όπως υπογραμμίζει και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας, Μιχάλης Μπλέτσας, η Στρατηγική δεν υπόσχεται την εξάλειψη των επιθέσεων, αλλά μια πιο αποτελεσματική, ταχύτερη και οικονομικά αποδοτική διαχείρισή τους. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και το διακύβευμα της επόμενης πενταετίας: η κυβερνοασφάλεια να μην αντιμετωπίζεται ως τεχνικό παράρτημα, αλλά ως θεμέλιο ψηφιακής εμπιστοσύνης, οικονομικής ανθεκτικότητας και θεσμικής σταθερότητας για τη χώρα.
