Έρευνες - Μελέτες

Οι ισχυροί κωδικοί και οι αναβαθμίσεις μειώνουν τον κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων

passwordnew

Η διαχείριση αναβαθμίσεων σε συνδυασμό με ισχυρές πολιτικές ασφάλειας κωδικών πρόσβασης μειώνουν τον κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων στις επιχειρήσεις σε ποσοστό έως και 60%. Ειδικότερα, η απλή εφαρμογή μιας κατάλληλης πολιτικής διαχείρισης αναβαθμίσεων μειώνει τον κίνδυνο επιθέσεων κατά 30%, ενώ μια ισχυρή πολιτική κωδικών πρόσβασης μειώνει την πιθανότητα επίθεσης κατά 60%.

 

Μια ισχυρή πολιτική κωδικών πρόσβασης μειώνει την πιθανότητα κυβερνοεπιθέσεων κατά 60%Τα αποτελέσματα της νέας έκθεσης Incident Response Analytics Report της Kaspersky καταδεικνύουν ότι, ενώ η σημασία των τακτικών ενημερώσεων και η χρήση ισχυρών κωδικών πρόσβασης αποτελούν κοινή γνώση για όσους έχουν έστω και μικρή αντίληψη των απαιτήσεων ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, οι ενημερώσεις και οι ακατάλληλοι κωδικοί αποτελούν συχνά την αχίλλειο πτέρνα για μεγάλο αριθμό οργανισμών, συνιστώντας μια εύκολη δίοδο εισβολής στο σύστημα μιας επιχείρησης.

 

Πρακτικά, η συντριπτική πλειονότητα των επιθέσεων σχετίζεται με ζητήματα ασφάλειας των κωδικών πρόσβασης και με μη ενημερωμένο λογισμικό. Σε έξι από τις δέκα (63%) κυβερνοεπιθέσεις, που διερευνήθηκαν από την ομάδα Kaspersky Global Emergency Response, οι επίδοξοι εισβολείς χρησιμοποίησαν brute force και εκμετάλλευση ευπαθειών ως πρώτο μέσο για την παραβίαση του δικτύου ενός οργανισμού.

 

Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, το μερίδιο των επιθέσεων brute-force εκτοξεύθηκε από το 13% στο 31,6%, ενδεχομένως λόγω της πανδημίας και της εκρηκτικής διάδοσης της τηλεργασίας.

 

Εκμετάλλευση ευπαθειών

Η δεύτερη πιο συχνή μορφή επίθεσης είναι η εκμετάλλευση ευπαθειών καταλαμβάνοντας μερίδιο της τάξεως του 31,5%. Η έρευνα έδειξε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επιθέσεων χρησιμοποιήθηκαν ευπάθειες από το 2020. Σε άλλες περιπτώσεις, οι επιτιθέμενοι αξιοποίησαν παλαιότερες μη ενημερωμένες ευπάθειες, όπως το CVE-2019-11510, το CVE-2018-8453 και το CVE-2017-0144.

 

Τα ίδια στοιχεία φανερώνουν ότι περισσότερες από τις μισές επιθέσεις, που ξεκίνησαν με κακόβουλα email, brute-force και εξωτερική εκμετάλλευση εφαρμογών εντοπίστηκαν εντός κάποιων ωρών (18%) ή ημερών (55%). Ωστόσο, μερικές από αυτές τις επιθέσεις διήρκεσαν πολύ περισσότερο, με μέση διάρκεια έως και 90,4 ημέρες. Η έκθεση δείχνει ότι ενώ οι brute-force επιθέσεις είναι εύκολο θεωρητικά να εντοπιστούν, στην πράξη μόνο ένα ποσοστό αυτών εντοπίστηκαν πριν προκαλέσουν ζημιά.

 

Παρ’ όλο που η πρόληψη των brute force επιθέσεων και η έγκαιρη πραγματοποίηση των ενημερώσεων δεν αποτελούν πρόβλημα για μια επαγγελματική ομάδα ψηφιακής ασφάλειας, στην πράξη, η απόλυτη εξάλειψη των επιθέσεων είναι ουσιαστικά αδύνατη.

 

Ακόμα κι αν το τμήμα κυβερνοασφάλειας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να θωρακίσει την ασφάλεια της υποδομής της εταιρείας, παράγοντες όπως η χρήση παλαιού λειτουργικού συστήματος, ο χαμηλής ποιότητας εξοπλισμός, θέματα συμβατότητας, καθώς και ανθρώπινα λάθη συχνά οδηγούν σε παραβιάσεις οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ενός οργανισμού.

 

“Τα μέτρα προστασίας από μόνα τους δεν μπορούν να παρέχουν ολιστική κυβερνοάμυνα. Επομένως, θα πρέπει πάντα να συνδυάζονται με εργαλεία ανίχνευσης και απόκρισης, που είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να εξαλείψουν μια επίθεση σε πρώιμο στάδιο, καθώς και να αντιμετωπίσουν την αιτία του συμβάντος”, σχολιάζει η εταιρεία.